- μεσοτρίβας
- μεσο-τρίβας [ῐ], α, ὁ, prob. from μέσα (A
μέσος 111.7
), title of play by Blaesus, Ath.3.111c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέσος 111.7
), title of play by Blaesus, Ath.3.111c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοτρίβας — μεσοτρίβας, ὁ (Α) 1. ο μεσοτριβής* 2. ως κύριο όν. Μεσοτρίβας τίτλος έργου τού Βλαίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τρίβας (< τρίβω), πρβλ. αμφι τρίβας] … Dictionary of Greek